- χουχούλιασμα
- το, -ατοςη ενέργεια και το αποτέλεσμα του χουχουλιάζω, το ζέσταμα με την αναπνοή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χουχούλιασμα — το, Ν [χουχουλιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χουχουλιάζω … Dictionary of Greek
χουχουλιέμαι — και χοχολιέμαι Ν 1. παραπονούμαι, κλαψουρίζω 2. ζεσταίνομαι με χουχούλιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. χουχουλιάζω)] … Dictionary of Greek
χουχούλισμα — το, Ν [χουχουλίζω] χουχούλιασμα … Dictionary of Greek
χουχούλισμα — το, ατος βλ. χουχούλιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)